τελολεκιθικός

τελολεκιθικός
-ή, -ό, και τελολέκιθος, -η, -ο, Ν
βιολ. αβγό που έχει μεγάλη ποσότητα λεκίθου και ένα επιφανειακό έμβρυο και το οποίο απαντά συνήθως στα κεφαλόποδα, στα ψάρια, στα ερπετά και στα πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telolecithal (< τέλος + λέκιθος «κρόκος τού αβγού»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”